- ζωοκλόπος
- οζωοκλέπτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -κλοπος < κλοπή. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοκλέπτης — και ζωοκλέφτης, ο κλέφτης ζώων και ιδίως βοσκημάτων, αλλ. ζωοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλέπτης. Η λ. ζωοκλέπτης μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή] … Dictionary of Greek
ζωοκλοπή — και ζωοκλοπία, η κλοπή ζώου ή ζώων, ιδίως βοσκημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζωοκλοπή < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλοπή. Μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. ζωοκλοπία < ζωοκλόπος και μαρτυρείται από το 1848 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek